-->

15 Μαρτίου 2013

Απόκριες


Απόκριες ονομάζονται οι τρεις εβδομάδες πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή

Η πρώτη εβδομάδα των Αποκριών που τελειώνει την Κυριακή του Ασώτου, λέγεται και Προφωνή, επειδή παλιά προφωνούσαν, δηλαδή διαλαλούσαν ότι άρχιζαν οι Απόκριες. 

Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται Κρεατινή ή της Κρεοφάγου, επειδή έτρωγαν κρέας και δεν νήστευαν ούτε την Τετάρτη ή την Παρασκευή. Η εβδομάδα αυτή γιορτάζεται με γλέντια και φαγοπότια χωρίς κανένα θρησκευτικό περιορισμό. Η Κυριακή της εβδομάδας αυτής, η Κυριακή της Απόκρεω -και συνεκδοχικά ολόκληρη η περίοδος από την είσοδο του Τριωδίου μέχρι την Καθαρά Δευτέρα- ονομάστηκε έτσι, επειδή συνηθίζεται να μην τρώνε κρέας οι Χριστιανοί, δηλαδή «να απέχουν από το κρέας».


Η τρίτη εβδομάδα λέγεται Τυρινή ή της Τυροφάγου, επειδή έτρωγαν γαλακτοκομικά προϊόντα σαν ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ κρεοφαγίας και νηστείας, για να προετοιμαστούν σιγά - σιγά για τη νηστεία της Σαρακοστής. Ανάλογη με την ελληνική λέξη Αποκριά είναι και η λατινική λέξη Καρναβάλι (Carneval, Carnevale, από τις λέξεις Carne=κρέας και Vale=περνάει)

Αποκριάτικα έθιμα


Τις μέρες αυτές γίνεται το έθιμο του γλεντιού, της ψυχαγωγίας και του «μασκαρέματος», της μεταμφίεσης, που έχει παραμείνει από παλιές γιορτές της ρωμαϊκής εποχής, τις γιορτές αφιερωμένες στην έκπτωση του θεού Σατούρνους από τον Ήλιο τα Κρόνια «Λουπερκάλια» και «Σατουρνάλια» και από τις αρχαιότερες «Διονυσιακές γιορτές» των Ελλήνων, όπου οι άνθρωποι μεταμφιέζονταν, χόρευαν, τραγουδούσαν πίνοντας κρασί και το κέφι έφτανε στο κατακόρυφο προς τιμή του Διόνυσου.

 Πλέκοντας κορδέλες στο Γαϊτανάκι!
Από τα πιο γνωστά πανελλαδικά έθιμα, που διατηρούνται αυτούσια ως τις μέρες μας, είναι το γαϊτανάκι.
Δεκατρία άτομα χρειάζονται γι’ αυτόν το χορό. Ο ένας κρατά ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο, από την κορυφή του οποίου κρέμονται 12 μακριές κορδέλες, διαφορετικού χρώματος η καθεμιά. Οι κορδέλες αυτές λέγονται γαϊτάνια και δίνουν το όνομά τους στο έθιμο. Οι υπόλοιποι δώδεκα χορευτές κρατούν από ένα γαϊτάνι και χορεύουν σε ζευγάρια. Καθώς κινούνται γύρω από το στύλο, κάθε χορευτής εναλλάσσεται με το ταίρι του κι έτσι πλέκουν τις κορδέλες πάνω του δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς. Όταν πια οι κορδέλες τυλιχτούν στο στύλο και οι χορευτές χορεύουν όλο και πιο κοντά σε αυτόν, τότε ο χορός τελειώνει και το στολισμένο γαϊτανάκι μένει να θυμίζει το αποκριάτικο πνεύμα.





ΘΡΑΚΗ


Το έθιμο του Μπέη

Το έθιμο του «Μπέη», περιέχει διονυσιακά στοιχεία και έχει σατιρικό χαρακτήρα. Ο Μπέης είναι ώριμος άντρας με μουστάκι, ντυμένος με «γούνα», βαμμένος με κοκκινάδι, πολλά στολίδια, φέσι, μπότες και φέρει μαζί του ραβδί, πιστόλια και ναργιλέ. Φυσικά δεν είναι μόνος του, έχει και τη συνοδεία του. Προηγείται όλων ο τελάλης, ακολουθεί η φρουρά του Μπέη, έπειτα ο ίδιος, οι αυλικοί και οι γεωργοί. Το ντύσιμο σχεδόν όλων των προσώπων βασίζεται σε ρούχα παλαιότερων εποχών και στον αυτοσχεδιασμό. Αφού τελειώσει η «γύρα» του μπέη, γίνεται αναπαράσταση των τοπικών εργασιών (όργωμα, θερισμός) από τους γεωργούς. Ακολουθεί γαϊδουροδρομία και ρωμαϊκή πάλη. Μετά την ολοκλήρωση της ρωμαϊκής πάλης, ο κόσμος μαζεύεται στις ταβέρνες και μαζί με το προσωπικό του Μπέη πίνει και διασκεδάζει με παραδοσιακά όργανα της περιοχής.








ΚΑΣΤΟΡΙΑ

Η Καστοριά φημίζεται για τα «ραγκουτσάρια». Οι ντόπιοι φορούν τρομακτικές μάσκες, για να ξορκίσουν το κακό από την πόλη. Για την υπηρεσία τους αυτή, ζητούν συμβολικά μια ανταμοιβή από τον κόσμο, που παρακολουθεί. Από την συνήθεια αυτή άλλωστε, προκύπτει και η ονομασία της γιορτής, που έχει τις ρίζες της στη λέξη «rogatores», που στα λατινικά σημαίνει «οι ζητιάνοι».

Ένα άλλο έθιμο, που αναβιώνει κάθε τέτοια εποχή στην περιοχή είναι και τα «μπουλούκια», όπου οι κάτοικοι κάθε ηλικίας αναβιώνοντας τις διονυσιακές τελετές, χωρίζονται σε μπουλούκια και με τη συνοδεία οργάνων τριγυρίζουν στους δρόμους μασκαρεμένοι.

Ιδιαίτερα αστείο είναι και έθιμο του «Χάσκαρη». Οι κάτοικοι της Καστοριάς, δένουν στην άκρη ενός «κλώστη», όπως λέγεται ο ξύλινος πλάστης, ένα αυγό και το γυρνούν με μεγάλη ταχύτητα από στόμα σε στόμα. Όποιος καταφέρει να αρπάξει το αυγό, είναι και ο νικητής του παιχνιδιού. Τέλος, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, σε όλη την πόλη, αναβιώνουν και οι «μπουμπούνες», όπως λένε οι ντόπιοι τις φωτιές, που ξεπηδούν σε κάθε γειτονιά, αναβιώνοντας ένα προχριστιανικό έθιμο, συνδεδεμένο με την πυρολατρεία, που επικρατούσε εκείνη την εποχή.

ΓΑΛΑΞΕΙΔΙ
Το απόγευμα της Καθαρής Δευτέρας στο Γαλαξίδι, τα καθιερωμένα «αλευρομουτζουρώματα» λαμβάνουν  χώρα στα δρομάκια της όμορφης πόλης, μετατρέποντας κατοίκους και επισκέπτες σε κινούμενες…. τηγανίτες! Με πολεμοφόδια το αλεύρι και τις χρωματιστές σκόνες, ο πόλεμος καλά κρατεί μέχρι αργά το βράδυ, όπου όλοι, εξαντλημένοι από τις πολύχρωμες ρίψεις και… υπερβολικά βρώμικοι, διασκεδάζουν και γλεντούν αποχαιρετώντας το Τριώδιο…



Οι "κουδουνάτοι" στην Νάξο

Η Νάξος θεωρείται η γενέτειρα του Θεού Διονύσου. Από το πρώτο κιόλας Σάββατο της Αποκριάς, ξεκινάει ο εορτασμός, με το σφάξιμο των χοίρων και άλλων εκδηλώσεων.
Το μεσημέρι της τελευταίας Κυριακής στην Απείρανθο, εμφανίζονται οι "κουδουνάτοι". Αυτοί φορούν κάπα και κουκούλα, γυρνούν το χωριό κάνοντας θόρυβο. Οι ίδιοι κρατούν "σόμπα. Μαζί τους μπλέκονται ο "Γέρος", η "Γριά" και η "Αρκούδα". Στις αποκριάτικες εκδηλώσεις των "Κουδουνάτων" μπορεί κανείς να δει το "γάμο της νύφης", το "θάνατο", την "ανάσταση του νεκρού" και το "όργωμα". Την Καθαρή Δευτέρα στις κοινότητες Ποταμιά, Καλόξιδο, Λειβάδια κλπ. οι κάτοικοι ντύνονται "Κορδελάτοι" ή "Λεβέντες" γιατί στο φέσι και στους ώμους έχουν κορδέλες. Οι Κορδελάτοι είναι φουστανελοφόροι και η δεύτερη ονομασία τους "Λεβέντες" αποδίδεται στους Πειρατές. Από κοντά τους ακολουθούν και οι ληστές, οι "Σπαραρατόροι", που αρπάζουν τις κοπέλες για να τις βάλουν με το ζόρι στον χορό και το γλέντι, που κρατάει ως το πρωί.






Θήβα: ο βλάχικος γάμος!




Λαϊκό έθιµο της Θήβας εδώ και 200 χρόνια που γίνεται σε τέσσερις γιορτινές µέρες:
την Τσικνοπέµπτη, την Κυριακή της Τυρινής,
την Καθαρή ∆ευτέρα και των Αγίων Θεοδώρων.
Ο Βλάχικος Γάµος της Θήβας αποτελεί σατυρική παραλλαγή τέλεσης ποιµενικού γάµου και
εµφανίζεται σαν αποκριάτικο έθιµο περί τα µέσα του 19ου αιώνα στην πόλη της Θήβας.
Ενσωµατώνει στοιχεία από έθιµα και συνήθειες των βλάχικων πληθυσµών που εγκαταστάθηκαν
στη Θήβα (Βλαχοµαχαλάς), µετά την κάθοδό τους από την περιοχή του Ασπροπόταµου της
Πίνδου λίγα χρόνια από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, µε στοιχεία της πανάρχαιας
∆ιονυσιακής λατρείας που διασώζονται στις µνήµες των ντόπιων κατοίκων της Θήβας, γενέτειρας
πόλης του ∆ιονύσου.




Δεν υπάρχουν σχόλια: